- μανδάτον
- μανδᾱτον, τὸ (AM, Μ και μανδᾱτο)βλ. μαντάτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
μαντάτο — το (AM μανδᾱτον, Μ και μανδᾱτο και μαντᾱτο) διαταγή νεοελλ. 1. προμήνυμα («να μακρύνω απ την καρδιά τσ αγάπης τα μαντάτα, να δυσκολέψω τσ αφορμές οπού με τυραννούσι», Ερωτόκρ.) 2. ανακοίνωση, πληροφορία νεοελλ. μσν. αγγελία, είδηση, νέο («καλά… … Dictionary of Greek